- επιμυλίς
- ἐπιμυλίς, ἡ (Α)επιγονατίδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *-μυλίς (< μύλη «μυλόπετρα»), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθετο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιμυλίς — knee pan fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμυλίδα — ἐπιμυλίς knee pan fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμυλίδας — ἐπιμυλίς knee pan fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιμύλη — ἐπιμύλη, ἡ (Α) επιμυλίς … Dictionary of Greek